κροκύδωση

κροκύδωση
και κροκίδωση, η
χημ. ο διαχωρισμός σε δύο φάσεις ενός κολλοειδούς συστήματος ή ενός διαλύματος πολυμερούς υλικού ο οποίος συντελείται ως αποτέλεσμα φυσικών ή χημικών επιδράσεων, αλλ. θρόμβωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. coagulation < λατ. coagulatio «πήξη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κροκίδωση — Βλ. λ. μετουσίωση. * * * η βλ. κροκύδωση …   Dictionary of Greek

  • αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”